-
1 измельчитель
ο κόπτης, το μηχάνημα τεμαχίσματος/αλέσεως- мяса овощей или фруктов - κρεάτων, λαχανικών ή οπωρικώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > измельчитель
-
2 кормовой
кормов||о́й Iприл τής ζωοτροφής, τής φορβής, τής νομής:\кормовойые травы ἡ χορτονομή· \кормовойая свекла τό γογγύλι, τό παντζάρι· \кормовойая база τά ἀποθέματα ζωοτροφών.кормов||о́й IIприл мор. πρυμνήσιος, πρυμναίος, πρυμ(ν)ιός:\кормовойое весло τό πρυμνήσιο κουπί· \кормовой ветер ὁ πρύμος ἄνε-μος· \кормовой канат τά πρυμνήσια σχοινιά, οἱ πρυμάτσες· \кормовой флаг ἡ σημαία τοῦ πλοίου. -
3 запарник-смеситель
(кормов) η μονάδα μείξης/επεξεργασίας με ατμό των ζωοτροφώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запарник-смеситель
-
4 машина
1. (механизм) το μηχάνημα, η μηχανήбетонирующая - παροχής σκυροδέματος, η μπετονιέραбрикетировочная (αχ.) - κατασκευής δεματίων/μπρικбумагоделательная - κατασκευής χαρτιού/χαρτοποιίαςволокноотдели-тельная - διαχωρισμού των ινών/νημάτωνвязальная текст. - η μηχανή πλεξίματος- для брикетирования кормов - δεματοποίησης των ζωοτροφών, κατασκευής μπρίκ των ζωοτροφώνземлеройная - εκσκαφής, εκσκαπτικό/χωματουρ-γικό -зерноочистительная - καθαρισμού των δημητριακών, η λιχνιστική μηχανήзолотопромывочная - πλυσίματος/εξό-ρυξης του χρυσούклепальная - καρφώματος/πριτσινίσματοςкопировально-множительная - το εκτυπωτικό σύστημα όφσετ(παλαιότερα η λιθογραφία)лесовалочная - κοπής/ξύ-λευσης του δάσουςмаркировочная - σήμανσης/μαρκαρίσματοςотделочная - τελειώματος/φινιρίσματοςпосадочная лес. - φύτευσηςрулевая - του πηδαλίου/τιμονιούсветокопировальная - φωτοτυπικό -, το φωτοτυπικόсортировочная - см. сортировальная -уборочная с.-х. - η συλλεκτι-κή/θεριστική μηχανήупаковочная - δεματοποίισης/πακεταρίσματοςчесальная - ξέσης, ο ξάντηςэлектронно-вычислительная(ЭВМ) - ο ηλεκτρικός υπολογιστής (Η/Υ)το κομπιούτερ (ξεν.)2. (двигатель) η μηχανή,ο κινητήραςпаровая - ατμοκίνητη -, η ατμομηχανήрулевая мор. - πηδαλίου3. (автомобиль) το αυτοκίνητο, το όχημαлегковая - επιβατικό -, разг. το αμάξιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > машина
-
5 дробилка
ο θραυστήρας, ο σπαστήραςзерновая - ο κοκκοθλάστης, ο μύλος των δημητριακώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дробилка
-
6 раздатчик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздатчик